- φυλαχτάρι
- το, Ντο φυλαχτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλαχτό + κατάλ. -άρι (πρβλ. κεφαλ-άρι, κρεμαστ-άρι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φυλαχτάρι — το φυλαχτό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλαχτό — το αντικείμενο για το οποίο πιστεύεται ότι προφυλάγει τον κάτοχό του από κινδύνους και συμφορές, φυλαχτάρι, χαϊμαλί, φετίχ, μασκότ: Άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω για την κάθε λύπη, καθετί κακό,... μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό (Γ. Δροσίνης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)